πονοκεφαλιάζω

πονοκεφαλιάζω
1. μετ. морочить голову, чрезмерно надоедать (кому-л.);

πονοκεφάλιασα να τον ακούω — он здорово надоел мне своей болтовнёй;

2. αμετ.
1) ломать голову (над чём-л.); 2) обалдевать (от чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πονοκεφαλιάζω" в других словарях:

  • πονοκεφαλιάζω — πονοκεφαλιάζω, πονοκεφάλιασα, πονοκεφαλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… …   Dictionary of Greek

  • πονοκεφαλιάζω — ιασα, και πονοκεφαλώ ησα 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον, ζαλίζω, σκοτίζω: Με πονοκεφάλιασε με τη φλυαρία του. 2. αμτβ., ενοχλούμαι πολύ, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Πονοκεφάλιασα με τα τηλεφωνήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πονοκεφάλιασμα — το, Ν [πονοκεφαλιάζω] 1. μεγάλη ενόχληση που προέρχεται κυρίως από θόρυβο, ζαλάδα 2. σκοτούρα …   Dictionary of Greek

  • πονοκεφαλώ — άω, Ν βλ. πονοκεφαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …   Dictionary of Greek

  • πονοκεφαλώ — και πονοκεφαλιάζω 1. μτβ., ενοχλώ, σκοτίζω, στενοχωρώ κάποιον. 2. αμτβ., σκοτίζομαι, στενοχωρούμαι, ενοχλούμαι, ανησυχώ: Τι πονοκέφαλος για ξένες υποθέσεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»